- αρματόκτυπος
- ἁρματόκτυπος, -ον (Α)ο χτύπος από το τρέξιμο των αρμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, -τος + κτύπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άρμα — Αρχαία πόλη της Ταναγραίας στη Βοιωτία. Πήρε το όνομά της από το άρμα του Αμφιάραου που, σύμφωνα με τοπική παράδοση, εξαφανίστηκε στη θέση αυτή κατά τη φυγή των Αργείων από τις Θήβες. Την πόλη αυτή μνημονεύει και ο Όμηρος. * * * (I) ἄρμα, η (Α)… … Dictionary of Greek
κτύπος — και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος) 1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ. 2. κρούση, κτύπημα νεοελλ. μσν. 1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού») 2.… … Dictionary of Greek
ἁρματόκτυπον — ἁρματό̱κτυπον , ἁρματόκτυπος rattling masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)